ζαρκάδι

ζαρκάδι
Αρτιοδάχτυλο κερασφόρο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Ζει στις δασώδεις περιοχές της Ευρώπης, από τη Σκανδιναβία και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Τρέφεται με φυτικές ουσίες, που αναζητά συνήθως κατά το σούρουπο και τις νυχτερινές ώρες. Το μέσο μήκος του, μαζί με την πολύ κοντή ουρά του, φτάνει τα 1,15 μ. και το ύψος του έως το ακρώμιο, περίπου τα 70 εκ. Το ανεπτυγμένο αρσενικό φέρει κέρατα διακλαδισμένα τα οποία πέφτουν κατά τα μέσα του φθινοπώρου και επανεμφανίζονται στα τέλη του χειμώνα. Το τρίχωμα είναι κυρίως κοκκινωπό, μονόχρωμο στα ώριμα ζ. και με λευκά στίγματα στα νεαρά. Τον χειμώνα, το τρίχωμά του, πιο πλούσιο, έχει χρώμα σκούρο γκρίζο, ενώ στα τέλη της άνοιξης το τρίχωμα πέφτει. Η περίοδος της αναπαραγωγής αρχίζει το καλοκαίρι και ύστερα από κυοφορία περίπου 9 μηνών το ζ. γεννά 1-2 μικρά. Η κραυγή των αρσενικών μοιάζει με γαύγισμα, ενώ των θηλυκών με βέλασμα. Το ζ. θηρεύεται για το εξαιρετικά νόστιμο κρέας του, αν και το κυνήγι του ελέγχεται αυστηρότατα. Στην Ασία ζουν δύο συγγενικά είδη με το ζ., αλλά αρκετά μεγαλύτερα. Από τη Σιβηρία έως τον Καύκασο ζει ο καπρέολος πύγαργος και στις ανατολικότερες περιοχές ο καπρέολος ο μαντζουρικός. Το ζ. αναφέρεται συχνά και με την ονομασία δορκάδα. Τυπικό ευρωπαϊκό είδος ζαρκαδιού.
* * *
και ζαρκάδι, το (Μ ζαρκάδι και ζαλκάδι)
ζώο μηρυκαστικό τής οικογένειας τών αντιλοπιδών, που μοιάζει με το ελάφι αλλά είναι πιο μικρόσωμο, η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ζορκάδ-ιον που είναι υποκορ. τού μτγν. τ. ζορκάς < αρχ. δορκάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαρκάδι — το ιού, ζώο ευκίνητο που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… …   Dictionary of Greek

  • ζάρκαδος — ο το ζαρκάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ζαρκάδι*] …   Dictionary of Greek

  • ζαρκαδήσιος — ια, ιο [ζαρκάδι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζαρκάδι (φρ. «ζαρκαδήσιο κρέας») …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • δορκάδιο — το (AM δορκάδιον) νεοελλ. φυτοφάγο κολεόπτερο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. μσν. ζαρκάδι μικρής ηλικίας, ζαρκαδάκι αρχ. 1. ασημένιο κόσμημα με το σχήμα ζαρκαδιού 2. το φυτό δίκταμνο …   Dictionary of Greek

  • δορκαδίζω — (Α) πηδώ, σκιρτώ σαν ζαρκάδι …   Dictionary of Greek

  • δόρκων — ( ωνος), ο (AM) αρσενικό ζαρκάδι …   Dictionary of Greek

  • ζορκάς — ζορκάς, ( άδος) και ζόρξ, ( κός), ή (Α) διαφ. τ. τού δορκάς* ζαρκάδι …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”